Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τσιμπώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τσιμπ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [tsimˈbɔ] VERB μεταβ

1. τσιμπώ (κεντώ):

τσιμπώ

2. τσιμπώ (συνθλίβω δέρμα):

τσιμπώ

3. τσιμπώ (πουλί: με το ράμφος):

τσιμπώ

4. τσιμπώ (ψάρι):

τσιμπώ

5. τσιμπώ (τρώω):

τσιμπώ κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με τσιμπώ

τσιμπώ κάτι
τσιμπώ το δόλωμα και μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский