Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τσικνίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . τσικνί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [tsikˈnizɔ] VERB μεταβ (ψήνω)

τσικνίζω

II . τσικνί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [tsikˈnizɔ] (αναδίνω τσίκνα)

τσικνίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский