Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σύλληψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σύλληψ|η [ˈsilipsi] SUBST θηλ

1. σύλληψη (πιάσιμο):

σύλληψη
Ergreifung θηλ

3. σύλληψη (μιας ιδέας):

σύλληψη
Fassen ουδ

4. σύλληψη (επινόηση):

σύλληψη
Ausdenken ουδ

5. σύλληψη ΒΙΟΛ:

σύλληψη
Empfängnis θηλ
η άμωμη σύλληψη

Παραδειγματικές φράσεις με σύλληψη

σύλληψη θηλ μεσονίου
σύλληψη θηλ νετρονίων
η άμωμη σύλληψη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский