Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συλλογίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . συλλογ|ίζομαι [silɔˈjizɔmɛ], συλλογ|ιέμαι [silɔˈjɛmɛ] <-ίστηκα, -ισμένος> VERB αυτοπ ρήμα

1. συλλογίζομαι (η πράξη του νου, σκέφτομαι):

συλλογίζομαι

2. συλλογίζομαι (κάθομαι και σκέφτομαι):

συλλογίζομαι

II . συλλογ|ίζομαι [silɔˈjizɔmɛ], συλλογ|ιέμαι [silɔˈjɛmɛ] <-ίστηκα, -ισμένος> VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. συλλογίζομαι (κάτι):

συλλογίζομαι κάτι (για να βρω λύση)

2. συλλογίζομαι (κάποιον, κάτι: έχω αναμνήσεις, λαβαίνω υπόψη):

συλλογίζομαι κάποιον/κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με συλλογίζομαι

συλλογίζομαι κάτι (για να βρω λύση)
συλλογίζομαι κάποιον/κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский