Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συλλογισμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συλλογισμέν|ος <-η, -ο> [silɔjizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. συλλογισμένος (βυθισμένος σε σκέψεις):

συλλογισμένος

2. συλλογισμένος (στενοχωρημένος):

συλλογισμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский