Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συλλογή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συλλογή [silɔˈji] SUBST θηλ

1. συλλογή (συνάθροιση, σύνολο πραγμάτων):

συλλογή
Sammlung θηλ

2. συλλογή (ποικιλία):

συλλογή
Auswahl θηλ

3. συλλογή (μόδας):

συλλογή
Kollektion θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με συλλογή

συλλογή θηλ νόμων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский