Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συλλέκτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . συλλέκτης (συλλέκτρια) [siˈlɛktis, siˈlɛktria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

συλλέκτης (συλλέκτρια)
Sammler(in) αρσ (θηλ)
συλλέκτης γραμματοσήμων

II . συλλέκτης (συλλέκτρια) [siˈlɛktis, siˈlɛktria] SUBST αρσ (θηλ) ΜΗΧΑΝΙΚΉ

συλλέκτης (συλλέκτρια)
Kollektor αρσ
ηλιακός συλλέκτης
ηλιακός συλλέκτης

Παραδειγματικές φράσεις με συλλέκτης

συλλέκτης γραμματοσήμων
ηλιακός συλλέκτης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский