Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συλλαμβάνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . συ|λλαμβάνω [silaɱˈvanɔ], συ|λλαβαίνω [silaˈvɛnɔ] <-νέλαβα, -λλήφθηκα> VERB μεταβ

1. συλλαμβάνω (πιάνω):

συλλαμβάνω
συλλαμβάνω μια ιδέα

2. συλλαμβάνω (αστυνομία: δράστη):

συλλαμβάνω

3. συλλαμβάνω (με το νου):

συλλαμβάνω

4. συλλαμβάνω (επινοώ):

συλλαμβάνω
sich δοτ ausdenken

II . συ|λλαμβάνω [silaɱˈvanɔ], συ|λλαβαίνω [silaˈvɛnɔ] <-νέλαβα, -λλήφθηκα> VERB αμετάβ (μένω έγκυος)

συλλαμβάνω

Παραδειγματικές φράσεις με συλλαμβάνω

συλλαμβάνω μια ιδέα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский