Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συνηθίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . συνηθί|ζω <-σα, -σμένος> [siniˈθizɔ] VERB μεταβ

συνηθίζω κάποιον σε κάτι
jdn an etw αιτ gewöhnen
συνηθίζω κάτι (το πιοτό)

II . συνηθί|ζω <-σα, -σμένος> [siniˈθizɔ] VERB αμετάβ

συνηθίζω σε κάτι
συνηθίζω να
es ist üblich, zu

Παραδειγματικές φράσεις με συνηθίζω

συνηθίζω να
συνηθίζω κάτι (το πιοτό)
συνηθίζω κάποιον σε κάτι
συνηθίζω σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский