Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συνηγορώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συνηγορ|ώ <-είς, -ησα> [siniɣɔˈrɔ] VERB αμετάβ

1. συνηγορώ (γενικά):

συνηγορώ υπέρ του/της/του

2. συνηγορώ ΝΟΜ:

συνηγορώ υπέρ κάποιου

Παραδειγματικές φράσεις με συνηγορώ

συνηγορώ υπέρ κάποιου
συνηγορώ υπέρ του/της/του

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский