Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στερεό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στερεό [stɛrɛˈɔ] SUBST ουδ

1. στερεό ΦΥΣ:

στερεό
Festkörper αρσ
άμορφο στερεό
feste und flüssige Stoffe αρσ πλ

2. στερεό ΜΑΘ:

στερεό
Körper αρσ
γεωμετρικό στερεό
πλατωνικό στερεό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский