Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στέργω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στέρ|γω <-ξα, -χτηκα> [ˈstɛrɣɔ] VERB αμετάβ

δε στέργω να

Παραδειγματικές φράσεις με στέργω

δε στέργω να

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский