Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στενοχωρώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . στενοχωρ|ώ [stɛnɔxɔˈrɔ], στεναχωρ|ώ [stɛnaxɔˈrɔ] <-είς [ή -άς], -ησα [ή -εσα], -ήθηκα [ή -έθηκα], -ημένος [ή -εμένος]> VERB μεταβ

2. στενοχωρώ (φέρνω σε δύσκολη θέση):

στενοχωρώ

II . στενοχωριέμαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский