Ελληνικά » Γερμανικά

ομολογία [ɔmɔlɔˈjia] SUBST θηλ

2. ομολογία ΘΡΗΣΚ:

Bekenntnis ουδ

τιμολογιακ|ός <-ή, -ό> [timɔlɔjiaˈkɔs] ΕΠΊΘ

ωρολογιακ|ός <-ή, -ό> [ɔrɔlɔjiaˈkɔs] ΕΠΊΘ

ημερολογιακ|ός <-ή, -ό> [imɛrɔlɔjiaˈkɔs] ΕΠΊΘ

νομολογία [nɔmɔlɔˈjia] SUBST θηλ ΝΟΜ

ομολογιούχ|ος (-α) [ɔmɔlɔjiˈux|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ομόλογος (ομόλογη) [ɔˈmɔlɔɣɔs, ɔˈmɔlɔji] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ομολυτικ|ός <-ή, -ό> [ɔmɔlitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

γεμολογία [jɛmɔlɔˈjia] SUBST θηλ

κοσμολογία [kɔzmɔlɔˈjia] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский