Ελληνικά » Γερμανικά

ομόλογ|ος <-η, -ο> [ɔˈmɔlɔɣɔs] ΕΠΊΘ

ομόλογος (ομόλογη) [ɔˈmɔlɔɣɔs, ɔˈmɔlɔji] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ομόλογος (ομόλογη)
Pendant ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский