Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ωρολογιακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ωρολογιακ|ός <-ή, -ό> [ɔrɔlɔjiaˈkɔs] ΕΠΊΘ

ωρολογιακός
Uhr-
ωρολογιακός διακόπτης
Zeitschaltuhr θηλ
Zeitbombe θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ωρολογιακός

ωρολογιακός διακόπτης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский