Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ωριμότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ωριμότητα [ɔriˈmɔtita] SUBST θηλ

ωριμότητα
Reife θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский