Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: μαστόρισσα , μαγείρισσα , μανάβισσα και εμπόρισσα

μανάβ|ης <-ηδες> [maˈnavis] SUBST αρσ, μανάβισσα [maˈnavisa] SUBST θηλ

Gemüsehändler(in) αρσ (θηλ)

μάγειρας [ˈmajiras], μάγειρος [ˈmajirɔs] SUBST αρσ, μαγείρισσα [maˈjirisa] SUBST θηλ

Koch αρσ (Köchin) θηλ

μάστορας <μάστοροι [ή μαστόροι] > [ˈmastɔras] SUBST αρσ, μαστόρισσα [masˈtɔrisa] SUBST θηλ

1. μάστορας (αρχιτεχνίτης, δεξιοτέχνης):

Meister(in) αρσ (θηλ)

2. μάστορας (τεχνίτης):

Handwerker(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский