Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: μεθοριακός , μεθόρια , εφοριακός , ενοριακός , μοριακός , μεθοδικός και μεθόριος

μεθοριακ|ός <-ή, -ό> [mɛθɔriaˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. μεθοριακός (σχετικός με τα σύνορα):

Grenz-
Grenzgänger αρσ

2. μεθοριακός (επεισόδια κτλ):

Rand-

μεθόρι|ος1 <-α, -ο> [mɛˈθɔriɔs] ΕΠΊΘ

μεθόριος2 [mɛˈθɔriɔs] SUBST θηλ, μεθόρια [mɛˈθɔria] SUBST ουδ πλ

Grenze θηλ ενικ

μεθοδικ|ός <-ή, -ό> [mɛθɔðiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ενοριακ|ός <-ή, -ό> [ɛnɔriaˈkɔs] ΕΠΊΘ

I . εφοριακ|ός <-ή, -ό> [ɛfɔriaˈkɔs] ΕΠΊΘ (σχετικός με την οικονομική εφορία)

Finanzamt-

II . εφοριακ|ός [ɛfɔriaˈkɔs] SUBST mf (υπάλληλος)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский