Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εφοριακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εφοριακ|ός <-ή, -ό> [ɛfɔriaˈkɔs] ΕΠΊΘ (σχετικός με την οικονομική εφορία)

εφοριακός
Finanzamt-

II . εφοριακ|ός [ɛfɔriaˈkɔs] SUBST mf (υπάλληλος)

εφοριακός
Beamte(r) mf
εφοριακός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский