Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έφορος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έφορος [ˈɛfɔrɔs] SUBST mf

1. έφορος (υπάλληλος που έχει την εποπτεία):

έφορος

2. έφορος (διευθυντής):

έφορος
Direktor(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский