Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεθοκοπώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεθοκοπ|ώ <-άς, -ησα> [mɛθɔkɔˈpɔ] VERB αμετάβ

μεθοκοπώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский