Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μοριακή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μοριακή διαπίδυση
μοριακή νόσος
μοριακή πίεση
μοριακή δέσμη
μοριακή διάθλαση
Molrefraktion θηλ
μοριακή διάμετρος ΧΗΜ
μοριακή ένωση
μοριακή γενετική
μοριακή δύναμη
μοριακή αγωγιμότητα
μοριακή απόσταξη
μοριακή διάταξη
μοριακή σύνθεση
μοριακή έλξη
μοριακή αντλία
μοριακή αεραντλία ΧΗΜ
μοριακή διαγνωστική
μοριακή διάγνωση
μοριακή θερμότητα
μοριακή ροή ΧΗΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский