Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κρύβω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κρύ|βω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [ˈkrivɔ] VERB μεταβ

1. κρύβω (βάζω κάπου):

κρύβω

2. κρύβω (αποκρύβω: αισθήματα, την αλήθεια):

κρύβω

3. κρύβω (αποσιωπώ):

κρύβω

4. κρύβω (εγκυμονώ):

κρύβω

II . κρύβομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με κρύβω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский