Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: κρεμαστός , κρεμνώ , κρεμώ , κρέας , κρέμα και κρεμάλα

I . κρεμ|ώ [krɛˈmɔ], κρεμ|νώ [krɛmˈnɔ] <-άς, -ασα, -άστηκα, -ασμένος> VERB μεταβ

2. κρεμώ (ρούχα):

3. κρεμώ (απαγχονίζω):

II . κρέμομαι o κρεμιέμαι VERB αυτοπ ρήμα

1. κρέμομαι o κρεμιέμαι (είμαι κρεμασμένος):

2. κρέμομαι o κρεμιέμαι (αυτοκτονώ):

κρεμαστ|ός <-ή, -ό> [krɛmasˈtɔs] ΕΠΊΘ

κρεμάλα [krɛˈmala] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский