Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κρεμάστρα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κρεμάστρα [krɛˈmastra] SUBST θηλ

1. κρεμάστρα (κρεμαστάρι):

κρεμάστρα
Kleiderbügel αρσ

2. κρεμάστρα (στον τοίχο, έπιπλο):

κρεμάστρα
Garderobe θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский