Ελληνικά » Γερμανικά

καταχωρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kataxɔˈrizɔ] VERB μεταβ

1. καταχωρίζω (σε κατάλογο):

I . καταχρ|ώμαι <-άστηκα> [kataˈxrɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ (χρήματα)

II . καταχρ|ώμαι <-άστηκα> [kataˈxrɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

καταχ|αίρομαι <-άρηκα> [kataˈçɛrɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

καταχώρισ|η <-εις> [kataˈxɔrisi] SUBST θηλ

1. καταχώριση (σε κατάλογο):

Eintragung θηλ
Verbuchung θηλ

2. καταχώριση (σε εφημερίδα):

Aufnahme θηλ

3. καταχώριση (αγγελία):

Anzeige θηλ
Werbeanzeige θηλ

ακαταχώριστ|ος <-η, -ο> [akataˈxɔristɔs] ΕΠΊΘ

καταχραστής (καταχράστρια) [kataxrasˈtis, kataˈxrastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ραδιοορίζοντας [raðiɔɔˈrizɔndas] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский