Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατάχτηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατάκτησ|η [kaˈtaktisi], κατάχτησ|η [kaˈtaxtisi] <-εις> SUBST θηλ

1. κατάκτηση (χώρας, βουνού, ερωτική):

Eroberung θηλ
Eroberungen θηλ πλ

2. κατάκτηση (της επιστήμης, επίτευγμα):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский