Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταχρηστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καταχρηστικ|ός <-ή, -ό> [kataxristiˈkɔs] ΕΠΊΘ (υπερβολικός)

καταχρηστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский