Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: καλκάνι , καλάμι , καλάθι , καλάι , καλύβι , κάλυψη και καλύψο

κάλυψ|η <-εις> [ˈkalipsi] SUBST θηλ

1. κάλυψη (σκέπασμα):

Bedeckung θηλ

καλύβι [kaˈlivi] SUBST ουδ

1. καλύβι (καλύβα):

Hütte θηλ

2. καλύβι (μικρό, φτωχικό και κακοφτιαγμένο σπίτι):

Baracke θηλ

καλάι [kaˈlai] SUBST ουδ

Zinn ουδ

καλάμι [kaˈlami] SUBST ουδ

1. καλάμι (φυτό βάλτου):

Schilf ουδ

2. καλάμι (μπαμπού):

Bambus αρσ

3. καλάμι (ξερό κομμάτι από μπαμπού):

Bambusstock αρσ

4. καλάμι (ψαρέματος):

Angel θηλ

5. καλάμι (κόκκαλο κνήμης):

Schienbein ουδ

καλκάνι [kalˈkani] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский