Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατσαρόλα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατσαρόλα [katsaˈrɔla] SUBST θηλ

1. κατσαρόλα (γενικά):

κατσαρόλα
Kochtopf αρσ
κατσαρόλα ατμού
Dampfkochtopf αρσ
κατσαρόλα για σούπες
Suppentopf αρσ

2. κατσαρόλα (με μακρύ χέρι):

κατσαρόλα
Kasserolle θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με κατσαρόλα

κατσαρόλα ατμού
κατσαρόλα για σούπες
Suppentopf αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский