Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καθιερώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . καθιερώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [kaθiɛˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. καθιερώνω (ορίζω):

καθιερώνω

2. καθιερώνω (εισάγω: νέα μέθοδο):

καθιερώνω

3. καθιερώνω (συγγραφέα):

καθιερώνω

4. καθιερώνω ΘΡΗΣΚ:

καθιερώνω

II . καθιερώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. καθιερώνομαι (ως κοινωνική συνήθεια):

es ist üblich, zu

2. καθιερώνομαι (συγγραφέας):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский