Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καθησυχαστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καθησυχαστικ|ός <-ή, -ό> [kaθisixastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

καθησυχαστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский