Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καθημερινή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καθημερινή [kaθimɛriˈni] SUBST θηλ

καθημερινή
Werktag αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με καθημερινή

καθημερινή ζωή
Alltag αρσ
καθημερινή εφημερίδα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский