Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καθησυχάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . καθησυχά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kaθisiˈxazɔ] VERB μεταβ (κάνω ήσυχο)

καθησυχάζω

II . καθησυχά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kaθisiˈxazɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι ήσυχος)

καθησυχάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский