Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καθιερωμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καθιερωμέν|ος <-η, -ο> [kaθiɛrɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. καθιερωμένος (συνηθισμένος):

καθιερωμένος

2. καθιερωμένος (μέθοδος):

καθιερωμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский