Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεφεύγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεφ|εύγω <-υγα> [ksɛˈfɛvɣɔ] VERB αμετάβ

3. ξεφεύγω (αέριο, υγρό: από λέβητα):

ξεφεύγω

4. ξεφεύγω (από το θέμα):

ξεφεύγω από το θέμα (άθελα)

Παραδειγματικές φράσεις με ξεφεύγω

ξεφεύγω από το θέμα (άθελα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский