Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θητεία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θητεία [θiˈtia] SUBST θηλ

1. θητεία (σε αξίωμα):

θητεία
Amtszeit θηλ

2. θητεία ΣΤΡΑΤ:

θητεία
θητεία
Wehrdienst αρσ
κάνω τη θητεία μου
Wehrpflicht θηλ
Zivildienst αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με θητεία

κάνω τη θητεία μου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский