Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υποχρεωτική“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υποχρεωτική εκπαίδευση ΣΧΟΛ
Schulpflicht θηλ
υποχρεωτική ασφάλιση
υποχρεωτική εργασία
Pflichtarbeit θηλ
υποχρεωτική εισφορά
υποχρεωτική σύμπραξη θηλ δικηγόρου
Anwaltszwang αρσ
υποχρεωτική στρατιωτική θητεία
Wehrpflicht θηλ
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „υποχρεωτική“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

υποχρεωτική άδεια θηλ
υποχρεωτική εισφορά θηλ
υποχρεωτική λύση
υποχρεωτική εκπαίδευση θηλ
υποχρεωτική ασφάλιση θηλ
Helmpflicht θηλ
υποχρεωτική χρήση κράνους θηλ
υποχρεωτική σύμπραξη θηλ δικηγόρου
υποχρεωτική κυκλική διαδρομή θηλ
δίκη θηλ με υποχρεωτική σύμπραξη δικηγόρων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский