Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θησαυρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . θησαυρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [θisaˈvrizɔ] VERB μεταβ (συσσωρεύω)

θησαυρίζω

II . θησαυρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [θisaˈvrizɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι πλούσιος)

θησαυρίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский