Ελληνικά » Γερμανικά

I . εφοριακ|ός <-ή, -ό> [ɛfɔriaˈkɔs] ΕΠΊΘ (σχετικός με την οικονομική εφορία)

Finanzamt-

II . εφοριακ|ός [ɛfɔriaˈkɔs] SUBST mf (υπάλληλος)

ενοριακ|ός <-ή, -ό> [ɛnɔriaˈkɔs] ΕΠΊΘ

εφορία [ɛfɔˈria] SUBST θηλ

1. εφορία (επίβλεψη):

Überwachung θηλ

2. εφορία (υπηρεσία):

Finanzamt ουδ

εφόρμησ|η <-εις> [ɛˈfɔrmisi] SUBST θηλ

εφορμ|ώ <-άς, -ησα> [ɛfɔrˈmɔ] VERB αμετάβ

εφορεία

εφορεία s. εφορία

Βλέπε και: εφορία

εφορία [ɛfɔˈria] SUBST θηλ

1. εφορία (επίβλεψη):

Überwachung θηλ

2. εφορία (υπηρεσία):

Finanzamt ουδ

Κυριακή [ciri̯aˈci] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский