Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ερωτεύομαι , ερωτοδουλειά και ερωτευμένος

ερωτοδουλειά [ɛrɔtɔðuˈʎa] SUBST θηλ

II . ερωτευμέν|ος <-η, -ο> [ɛrɔtɛvˈmɛnɔs] SUBST αρσ/θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский