Ελληνικά » Γερμανικά

επιλύουσα [ɛpiˈliusa] SUBST θηλ ΜΑΘ

ορίζουσα [ɔˈrizusa] SUBST θηλ ΜΑΘ

μπιζουτιέρα [bizuˈtçɛra] SUBST θηλ

αρχαΐζουσα [arxaˈizusa] SUBST θηλ (γλώσσα)

τέμνουσα [ˈtɛmnusa] SUBST θηλ

1. τέμνουσα ΜΑΘ (γραμμή):

Sekante θηλ

2. τέμνουσα ΜΑΘ (λόγος):

Sekans αρσ

οπισθέλκουσα [ɔpisˈθɛlkusa] SUBST θηλ

ανιούσα [aniˈusa] SUBST θηλ

λήγουσα [ˈliɣusa] SUBST θηλ

μέδουσα [ˈmɛðusa] SUBST θηλ

πατούσα [paˈtusa] SUBST θηλ

φέρουσα [ˈfɛrusa] VERB μετ ενεστ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский