Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φέρουσα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φέρουσα [ˈfɛrusa] VERB μετ ενεστ

φέρουσα μητέρα
Leihmutter θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με φέρουσα

φέρουσα μητέρα
Leihmutter θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский