Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιζητώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιζητ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛpiziˈtɔ] VERB μεταβ

επιζητώ κάτι
επιζητώ κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский