Ελληνικά » Γερμανικά

επιδοκιμαστικ|ός <-ή, -ό> [ɛpiðɔcimastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

αποδοκιμαστικ|ός <-ή, -ό> [apɔðɔcimastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

επιδοκιμασία [ɛpiðɔcimaˈsia] SUBST θηλ

1. επιδοκιμασία:

Billigung θηλ

ιδιωτισμοί:

Beifall αρσ ενικ

δοκιμαστικό [ðɔcimastiˈkɔ] SUBST ουδ ΗΛΕΚ

δοκιμαστικ|ός <-ή, -ό> [ðɔcimastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. δοκιμαστικός (που αποτελεί εξέταση):

Test-
Testflug αρσ
Testpilot αρσ

2. δοκιμαστικός (προς πείραμα):

Versuchs-

επιδοκιμά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛpiðɔciˈmazɔ] VERB μεταβ

δοκιμαστής (δοκιμάστρια) [ðɔcimasˈtis, ðɔciˈmastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. δοκιμαστής (τροφών, ποτών):

Verkoster(in) αρσ (θηλ)

2. δοκιμαστής ΗΛΕΚ (εργαλείο):

Prüfer αρσ

αποδοκιμασία [apɔðɔcimaˈsia] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский