Ελληνικά » Γερμανικά

επιδιώ|κω <-ξα, -χτηκα> [ɛpiðiˈɔkɔ] VERB μεταβ

1. επιδιώκω (στόχους):

επιδιώκω

2. επιδιώκω (προσπαθώ να αποκτήσω):

επιδιώκω κάτι

3. επιδιώκω (προσπαθώ να καταφέρω):

επιδιώκω

Παραδειγματικές φράσεις με επιδιώκω

επιδιώκω το ακατόρθωτο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский