Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιδίωξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιδίωξ|η <-εις> [ɛpiˈðiɔksi] SUBST θηλ

1. επιδίωξη (στόχος):

επιδίωξη
Ziel ουδ

2. επιδίωξη (επιζήτηση):

επιδίωξη
Verfolgung θηλ
δικαστική επιδίωξη

Παραδειγματικές φράσεις με επιδίωξη

δικαστική επιδίωξη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский