Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελευθερώτρια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ελευθερωτής (ελευθερώτρια) [ɛlɛfθɛrɔˈtis, ɛlɛfθɛˈrɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ελευθερωτής (ελευθερώτρια)
Befreier(in) αρσ (θηλ)

ελευθεριότητα [ɛlɛfθɛriˈɔtita] SUBST θηλ

1. ελευθεριότητα (γενναιοδωρία):

Freigebigkeit θηλ

2. ελευθεριότητα (στους ηθικούς κανόνες):

ελευθεροτυπία [ɛlɛfθɛrɔtiˈpia] SUBST θηλ

ελευθερόφρ|ων <-ων, -ον> [ɛlɛfθɛˈrɔfrɔn] ΕΠΊΘ

ελευθεροστομία [ɛlɛfθɛrɔstɔˈmia] SUBST θηλ

απελευθερωτής (απελευθερώτρια) [apɛlɛfθɛrɔˈtis, apɛlɛfθɛˈrɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

απελευθερωτικ|ός <-ή, -ό> [apɛlɛfθɛrɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ελευθέρωσ|η <-εις> [ɛlɛfˈθɛrɔsi] SUBST θηλ

I . ελευθερώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛlɛfθɛˈrɔnɔ] VERB μεταβ

2. ελευθερώνω (αφήνω ελεύθερο):

3. ελευθερώνω (από υποχρέωση):

II . ελευθερώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. ελευθερώνομαι (από αιχμαλωσία κτλ):

sich befreien aus +δοτ

2. ελευθερώνομαι (απαλάσσομαι: από κακό κτλ):

sich befreien von +δοτ

3. ελευθερώνομαι (γεννώ):

ελευθεριά|ζω <-σα> [ɛlɛfθɛriˈazɔ] VERB αμετάβ

ελευθεριάζ|ων <-ων, -ον> [ɛlɛfθɛriˈazɔn] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский