Ελληνικά » Γερμανικά

απελευθερωτής (απελευθερώτρια) [apɛlɛfθɛrɔˈtis, apɛlɛfθɛˈrɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

απελευθερωτής (απελευθερώτρια)
Befreier(in) αρσ (θηλ)

απελευθερωτικ|ός <-ή, -ό> [apɛlɛfθɛrɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

απελευθερώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [apɛlɛfθɛˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. απελευθερώνω (από κάπου, από κάτι):

2. απελευθερώνω (αφήνω ελεύθερο):

ελευθερωτής (ελευθερώτρια) [ɛlɛfθɛrɔˈtis, ɛlɛfθɛˈrɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ανελευθερία [anɛlɛfθɛˈria] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский